饮料 έννοια και προφορά

饮料
Απλοποιημένη λέξη
飲料
Παραδοσιακή λέξη

饮料 ελληνικός ορισμός

yǐn liào

  • ποτό

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yǐn): ποτό
  • (liào): υλικό

Παραδείγματα ποινών με 饮料

  • 冰箱里还有饮料吗?
    Bīngxiāng lǐ hái yǒu yǐnliào ma?
  • 在这家饭店吃饭,饮料免费。
    Zài zhè jiā fàndiàn chīfàn, yǐnliào miǎnfèi.