高级 έννοια και προφορά

高级
Απλοποιημένη λέξη
高級
Παραδοσιακή λέξη

高级 ελληνικός ορισμός

gāo jí

  • προχωρημένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gāo): υψηλός
  • (jí): επίπεδο

Παραδείγματα ποινών με 高级

  • 这是一家很高级的饭店。
    Zhè shì yījiā hěn gāojí de fàndiàn.