高速公路 έννοια και προφορά

高速公路
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

高速公路 ελληνικός ορισμός

gāo sù gōng lù

  • αυτοκινητόδρομος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gāo): υψηλός
  • (sù): ταχύτητα
  • (gōng): δημόσιο
  • (lù): δρόμος

Παραδείγματα ποινών με 高速公路

  • 这里新修了一条高速公路。
    Zhèlǐ xīn xiūle yītiáo gāosù gōnglù.