魅力 έννοια και προφορά

魅力
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

魅力 ελληνικός ορισμός

mèi lì

  • γοητεία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (mèi): γοητεία
  • (lì): δύναμη