㧯 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

㧯 ελληνικός ορισμός

lǎo

  • round-bottomed wicker basket
  • (dialect) to lift
  • to carry on one's shoulder

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά