老
老 ελληνικός ορισμός
lǎo
- παλαιός
lǎo
- παλαιός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 老
-
老师看见我在桌子上写东西。
Lǎoshī kànjiàn wǒ zài zhuōzi shàng xiě dōngxī. -
那些学生不听老师。
Nàxiē xuéshēng bù tīng lǎoshī. -
昨天下雨老师。
Zuótiān xià yǔ lǎoshī. -
他是我们的老师。
Tā shì wǒmen de lǎoshī. -
老师。
lǎoshī.
Λέξεις που περιέχουν 老, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 1
- 老师 (lǎo shī) : δάσκαλος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
-
老 (lǎo): παλαιός
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 老虎 (lǎo hǔ) : τίγρη
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 老百姓 (lǎo bǎi xìng) : κοινοί άνθρωποι
- 老板 (lǎo bǎn) : αφεντικό
- 老婆 (lǎo pó ) : γυναίκα
- 老实 (lǎo shi) : τίμιος
- 老鼠 (lǎo shǔ) : ποντίκι
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 衰老 (shuāi lǎo) : γηρασμός