㶶 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

㶶 ελληνικός ορισμός

nóng

  • (dialect) to burn
  • to scorch

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : you (Wu dialect); I, me (classical);
  • : καλλιέργεια
  • : garrulous;
  • : συμπυκνωμένος
  • : lush flora;
  • : pus;
  • : bright light; warm dress;
  • : Agriculture
  • : concentrated; strong wine;
  • : cold in the head catarrh of the nose;