浓
濃
浓 ελληνικός ορισμός
nóng
- συμπυκνωμένος
nóng
- συμπυκνωμένος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 浓, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
浓 (nóng): συμπυκνωμένος
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 浓厚 (nóng hòu) : ισχυρός