三 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

三 ελληνικός ορισμός

sān

  • τρία

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : numeral 3 in Suzhou numeral system 蘇州碼子|苏州码子[Su1 zhou1 ma3 zi5];
  • : three (banker's anti-fraud numeral);
  • : archaic variant of 參|叁, banker's anti-fraud numeral three;
  • : long-haired; shaggy;
  • : wild hair;

Παραδείγματα ποινών με 三

  • 有三个饭店。
    Yǒu sāngè fànguǎn.
  • 今天我做了三个菜。
    Jīntiān wǒ zuòle sān gè cài.
  • 我儿子三岁了。
    Wǒ érzi sān suìle.
  • 我开了三年出租车了。
    Wǒ kāile sān nián chūzū chēle.
  • 这本书三十看见钱。
    Zhè běn shū sānshí kànjiàn qián.

Λέξεις που περιέχουν 三, ανά επίπεδο HSK