丫 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

丫 ελληνικός ορισμός

  • fork
  • branch
  • bifurcation
  • girl

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : πίεση
  • : Japanese variant of 壓|压;
  • : (dialect) strip of land between hills; used in place names; also pr. [ya4];
  • : στοίχημα
  • : forking branch;
  • : κοράκι
  • : πάπια