压
壓
压 ελληνικός ορισμός
yā
- πίεση
yā
- πίεση
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 压
-
他最近工作压力很大。
Tā zuìjìn gōngzuò yālì hěn dà.
Λέξεις που περιέχουν 压, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 压力 (yā lì) : πίεση
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 气压 (qì yā) : πίεση αέρα
- 血压 (xuè yā) : πίεση αίματος
- 压迫 (yā pò) : καταπίεση
- 压岁钱 (yā suì qián) : τα χρήματα της πρωτοχρονιάς
- 压缩 (yā suō) : συμπίεση
- 压抑 (yā yì) : μελαγχολικός
- 压榨 (yā zhà) : τύπος
- 压制 (yā zhì) : καταστέλλω