乇
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            乇 ελληνικός ορισμός
        
            tuō
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - archaic variant of 托[tuo1]
tuō
- archaic variant of 托[tuo1]
