沰 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

沰 ελληνικός ορισμός

tuō

  • to let drop

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : archaic variant of 托[tuo1];
  • : to commission; to entrust to; to depute; to request; to ask (sb to do sth);
  • : υποστήριξη
  • : σέρνω
  • : απογείωση
  • : (cake);
  • : camel; Taiwan pr. [luo4];