乍 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

乍 ελληνικός ορισμός

zhà

  • at first
  • suddenly
  • abruptly
  • to spread
  • (of hair) to stand on end
  • bristling

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά