炸
炸 ελληνικός ορισμός
zhà
- τηγανητό
zhà
- τηγανητό
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 炸, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 油炸 (yóu zhá) : τηγανητό
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 爆炸 (bào zhà) : έκρηξη