乳
乳 ελληνικός ορισμός
rǔ
- γάλα
rǔ
- γάλα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 乳, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 哺乳 (bǔ rǔ) : θηλασμός