伸
伸 ελληνικός ορισμός
shēn
- τέντωμα
shēn
- τέντωμα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 侁 : large crowd;
- 兟 : to advance;
- 呻 : βογγητό
- 妽 : (used in female names);
- 娠 : pregnant;
- 屾 : The
- 深 : βαθύς
- 燊 : brisk; vigorous (of fire);
- 珅 : a kind of jade;
- 甡 : multitude; crowd;
- 申 : ισχύουν
- 砷 : arsenic (chemistry);
- 籸 : residue from oil making;
- 绅 : οι ευγενείς
- 罙 : 畄
- 莘 : long; numerous;
- 蔘 : ginseng;
- 诜 : to inform; to inquire;
- 身 : σώμα
- 駪 : large crowd;
- 鲹 : carangid (zoology);
Λέξεις που περιέχουν 伸, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
伸 (shēn): τέντωμα
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 延伸 (yán shēn) : επεκτείνω