延伸 Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη 延伸 ελληνικός ορισμός yán shēn επεκτείνω HSK level HSK 6 Χαρακτήρες 延 (yán): επεκτείνω 伸 (shēn): τέντωμα