佐 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

佐 ελληνικός ορισμός

zuǒ

  • to assist
  • assistant
  • aide
  • to accompany

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : Cantonese particle equivalent to 了[le5] or 過|过[guo4];
  • : αριστερά