筰 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

筰 ελληνικός ορισμός

zuó

  • cable

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to seize; Taiwan pr. [zu2];
  • : εχθές
  • : to fit a handle into a socket; a plug or cork;
  • : τομή