佑 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

佑 ελληνικός ορισμός

yòu

  • to assist
  • to protect

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : urge to eat;
  • : επίσης
  • : σωστά
  • : park; to limit; be limited to;
  • : to forgive; to help; profound;
  • : νέος
  • : pomelo (Citrus maxima or C. grandis); shaddock; oriental grapefruit;
  • : (of divinity) to bless; to protect;
  • : larva;
  • : δέλεαρ
  • : to walk;
  • : glaze (of porcelain);
  • : (duck);