幼
幼 ελληνικός ορισμός
yòu
- νέος
yòu
- νέος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 佑 : to assist; to protect;
- 侑 : urge to eat;
- 又 : επίσης
- 右 : σωστά
- 囿 : park; to limit; be limited to;
- 宥 : to forgive; to help; profound;
- 柚 : pomelo (Citrus maxima or C. grandis); shaddock; oriental grapefruit;
- 祐 : (of divinity) to bless; to protect;
- 蚴 : larva;
- 诱 : δέλεαρ
- 迶 : to walk;
- 釉 : glaze (of porcelain);
- 鴢 : (duck);
Λέξεις που περιέχουν 幼, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 幼儿园 (yòu ér yuán) : νηπιαγωγείο
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 幼稚 (yòu zhì) : αφελής