來 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

來 ελληνικός ορισμός

lái

  • Come

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : last;
  • : name of a mountain in Sichuan;
  • : ελα
  • : brook; ripple;
  • : (bamboo);
  • : name of weed plant (fat hen, goosefoot, pigweed etc); Chenopodium album;
  • : name of a country in Spring and Autumn period in modern Shandong, destroyed by Qi 齊|齐;
  • : rhenium (chemistry);
  • : mare;
  • : to confer; to bestow on an inferior; to reward;