来
來
来 ελληνικός ορισμός
lái
- ελα
lái
- ελα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 來 : Come
- 孻 : last;
- 崃 : name of a mountain in Sichuan;
- 涞 : brook; ripple;
- 箂 : (bamboo);
- 莱 : name of weed plant (fat hen, goosefoot, pigweed etc); Chenopodium album;
- 郲 : name of a country in Spring and Autumn period in modern Shandong, destroyed by Qi 齊|齐;
- 铼 : rhenium (chemistry);
- 騋 : mare;
- 鯠 : to confer; to bestow on an inferior; to reward;
Παραδείγματα ποινών με 来
-
他想来吗?
Tā xiǎng lái ma? -
你什么时候回来?
Nǐ shénme shíhòu huílái? -
我是坐飞机来中国的。
Wǒ shì zuò fēijī lái zhōngguó de. -
我们东西来了。
Wǒmen dōngxī láile. -
他是昨天来这儿的。
Tā shì zuótiān lái zhè'er de.
Λέξεις που περιέχουν 来, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 1
-
来 (lái): ελα
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 后来 (hòu lái) : αργότερα
- 起来 (qǐ lái) : σήκω πάνω
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 本来 (běn lái) : αρχικά
- 从来 (cóng lái) : πάντα
- 将来 (jiāng lái) : μελλοντικός
- 来不及 (lái bu jí) : πολύ αργά
- 来得及 (lái de jí) : πολύ αργά
- 来自 (lái zì) : από
- 原来 (yuán lái) : πρωτότυπο
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 未来 (wèi lái) : μελλοντικός
- 以来 (yǐ lái) : από
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 近来 (jìn lái) : πρόσφατα
- 苦尽甘来 (kǔ jìn gān lái) : πικρία
- 来历 (lái lì) : προέλευση
- 来源 (lái yuán) : πηγή
- 礼尚往来 (lǐ shàng wǎng lái ) : αμοιβαιότητα
- 历来 (lì lái) : πάντα
- 向来 (xiàng lái) : πάντα