倭 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

倭 ελληνικός ορισμός

  • dwarf
  • Japanese (derog.) (old)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : φωλιά
  • : lettuce, see 萵苣|莴苣;
  • : to make dirty; to soil;
  • : snail; Taiwan pr. [gua1]; see 蝸牛|蜗牛[wo1 niu2];
  • : to slip and sprain a limb;