傲 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

傲 ελληνικός ορισμός

ào

  • υπερήφανος

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά


Παραδείγματα ποινών με 傲

  • 获得了成功也不能太骄傲。
    Huòdéle chénggōng yě bùnéng tài jiāo'ào.

Λέξεις που περιέχουν 傲, ανά επίπεδο HSK