傲
傲 ελληνικός ορισμός
ào
- υπερήφανος
ào
- υπερήφανος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 傲
-
获得了成功也不能太骄傲。
Huòdéle chénggōng yě bùnéng tài jiāo'ào.
Λέξεις που περιέχουν 傲, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 骄傲 (jiāo ào) : υπερήφανος