奧
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            奧 ελληνικός ορισμός
        
            ào
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - 圡
ào
- 圡
