儡 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

儡 ελληνικός ορισμός

lěi

  • to injure
  • puppet

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : lazy; tired out, worn fatigued;
  • : 㗊
  • : rampart; base (in baseball); to build with stones, bricks etc;
  • : Japanese variant of 壘|垒;
  • : mountain-climbing shoes;
  • : lumpy; rock pile; uneven; fig. sincere; open and honest;
  • : a heap of stones; boulders;
  • : plow;
  • : μπουμπούκι
  • : bud; creeper; bramble;
  • : to eulogize the dead; eulogy;
  • : flying squirrel;