蕾
蕾 ελληνικός ορισμός
lěi
- μπουμπούκι
lěi
- μπουμπούκι
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 儡 : to injure; puppet;
- 儽 : lazy; tired out, worn fatigued;
- 厽 : 㗊
- 垒 : rampart; base (in baseball); to build with stones, bricks etc;
- 塁 : Japanese variant of 壘|垒;
- 樏 : mountain-climbing shoes;
- 磊 : lumpy; rock pile; uneven; fig. sincere; open and honest;
- 磥 : a heap of stones; boulders;
- 耒 : plow;
- 藟 : bud; creeper; bramble;
- 诔 : to eulogize the dead; eulogy;
- 鸓 : flying squirrel;
Λέξεις που περιέχουν 蕾, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 花蕾 (huā lěi ) : μπουμπούκι