儭
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            儭 ελληνικός ορισμός
        
            chèn
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - δεκάρα
chèn
- δεκάρα
