冧 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

冧 ελληνικός ορισμός

lín

  • (Cantonese) to topple
  • to collapse
  • to coax
  • flower bud

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : κοντά
  • : mythical animal, said to have yellow body and white tail;
  • : ranges of hills;
  • : cold; frigid;
  • : δάσος
  • : ντους
  • : clear (as of water);
  • : firefly;
  • : gem;
  • : luster of gem;
  • : hernia; urinary hesitancy; erroneous variant of 痲[ma2];
  • : to stare at;
  • : phosphorus (chemistry);
  • : Monkey
  • : clear (as of water);
  • : rumbling of wheels;
  • : (literary) to select;
  • : γειτονικός
  • : phosphonium;
  • : continued rain;
  • : scales (of fish);
  • : female unicorn; see 麒麟;