林 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

林 ελληνικός ορισμός

lín

  • δάσος

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : κοντά
  • : mythical animal, said to have yellow body and white tail;
  • : (Cantonese) to topple; to collapse; to coax; flower bud;
  • : ranges of hills;
  • : cold; frigid;
  • : ντους
  • : clear (as of water);
  • : firefly;
  • : gem;
  • : luster of gem;
  • : hernia; urinary hesitancy; erroneous variant of 痲[ma2];
  • : to stare at;
  • : phosphorus (chemistry);
  • : Monkey
  • : clear (as of water);
  • : rumbling of wheels;
  • : (literary) to select;
  • : γειτονικός
  • : phosphonium;
  • : continued rain;
  • : scales (of fish);
  • : female unicorn; see 麒麟;

Παραδείγματα ποινών με 林

  • 森林着活泼了。
    Sēnlínzhe huópōle.
  • 他在森林里迷路了。
    Tā zài sēnlín lǐ mílùle.
  • 山上有一大片森林。
    Shānshàng yǒuyī dàpiàn sēnlín.
  • 在森林里吸烟很危险,容易着火。
    Zài sēnlín lǐ xīyān hěn wéixiǎn, róngyì zháohuǒ.
  • 学校周围有一大片森林。
    Xuéxiào zhōuwéi yǒu yī dàpiàn sēnlín.

Λέξεις που περιέχουν 林, ανά επίπεδο HSK