処
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            処 ελληνικός ορισμός
        
            chǔ
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - At the office
chǔ
- At the office
