储
儲
储 ελληνικός ορισμός
chǔ
- αποθεματικό
chǔ
- αποθεματικό
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 储, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 储备 (chǔ bèi) : αποθεματικό
- 储存 (chǔ cún) : κατάστημα
- 储蓄 (chǔ xù) : οικονομίες