卐 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

卐 ελληνικός ορισμός

wàn

  • swastika, a sacred and auspicious symbol in Hinduism, Buddhism, and Jainism, later adopted by Nazi Germany

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : δέκα χιλιάδες
  • : swastika, a sacred and auspicious symbol in Hinduism, Buddhism, and Jainism;
  • : to bend the wrist;
  • : wrist;