厪
厪 ελληνικός ορισμός
jǐn
- hut
jǐn
- hut
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 仅 : μόνο
- 卺 : nuptial wine cup;
- 堇 : clay; old variant of 僅|仅[jin3]; violet (plant);
- 墐 : bury; plaster with mud;
- 尽 : εξαντλημένος
- 廑 : careful; hut; variant of 僅|仅[jin3];
- 慬 : brave; cautious; sad;
- 槿 : Hibiscus syriacus; transient;
- 瑾 : brilliancy (of gems);
- 盡 : To do so
- 紧 : σφιχτός
- 谨 : με εκτιμιση
- 锦 : μπροκάρ
- 馑 : time of famine or crop failure;