紧 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

紧 ελληνικός ορισμός

jǐn

  • σφιχτός

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : μόνο
  • : nuptial wine cup;
  • : hut;
  • : clay; old variant of 僅|仅[jin3]; violet (plant);
  • : bury; plaster with mud;
  • : εξαντλημένος
  • : careful; hut; variant of 僅|仅[jin3];
  • : brave; cautious; sad;
  • 槿 : Hibiscus syriacus; transient;
  • : brilliancy (of gems);
  • : To do so
  • : με εκτιμιση
  • : μπροκάρ
  • : time of famine or crop failure;

Παραδείγματα ποινών με 紧

  • 第一次演出,他很紧张。
    Dì yī cì yǎnchū, tā hěn jǐnzhāng.
  • 我有很多话要说,可是一紧张却说不出来了。
    Wǒ yǒu hěnduō huà yào shuō, kěshì yī jǐnzhāng quèshuō bu chūláile.

Λέξεις που περιέχουν 紧, ανά επίπεδο HSK