紧
緊
紧 ελληνικός ορισμός
jǐn
- σφιχτός
jǐn
- σφιχτός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 仅 : μόνο
- 卺 : nuptial wine cup;
- 厪 : hut;
- 堇 : clay; old variant of 僅|仅[jin3]; violet (plant);
- 墐 : bury; plaster with mud;
- 尽 : εξαντλημένος
- 廑 : careful; hut; variant of 僅|仅[jin3];
- 慬 : brave; cautious; sad;
- 槿 : Hibiscus syriacus; transient;
- 瑾 : brilliancy (of gems);
- 盡 : To do so
- 谨 : με εκτιμιση
- 锦 : μπροκάρ
- 馑 : time of famine or crop failure;
Παραδείγματα ποινών με 紧
-
第一次演出,他很紧张。
Dì yī cì yǎnchū, tā hěn jǐnzhāng. -
我有很多话要说,可是一紧张却说不出来了。
Wǒ yǒu hěnduō huà yào shuō, kěshì yī jǐnzhāng quèshuō bu chūláile.
Λέξεις που περιέχουν 紧, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 紧张 (jǐn zhāng) : ένταση
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 不要紧 (bú yào jǐn) : δεν πειράζει
- 赶紧 (gǎn jǐn) : βιάσου
- 紧急 (jǐn jí) : επείγων
- 抓紧 (zhuā jǐn) : δώστε ιδιαίτερη προσοχή
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 紧迫 (jǐn pò) : επείγων