呆
呆 ελληνικός ορισμός
dāi
- διαμονή
dāi
- διαμονή
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 呆, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
呆 (dāi): διαμονή
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 发呆 (fā dāi) : σάστισμα