呠
呠 ελληνικός ορισμός
pēn
- to spurt
- to blow out
- to puff out
- to snort
pēn
- to spurt
- to blow out
- to puff out
- to snort
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 喷 : σπρέι