喷
噴
喷 ελληνικός ορισμός
pēn
- σπρέι
pēn
- σπρέι
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 呠 : to spurt; to blow out; to puff out; to snort;
Λέξεις που περιέχουν 喷, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 打喷嚏 (dǎ pēn tì) : φτάρνισμα