咅 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

咅 ελληνικός ορισμός

pǒu 

  • pooh
  • pah
  • bah
  • (today used as a phonetic component in 部[bu4], 倍[bei4], 培[pei2], 剖[pou1] etc)