廿 έννοια και προφορά

廿
Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

廿 ελληνικός ορισμός

niàn

  • twenty (20), in a limited number of set expressions
  • also written using banker's character 念

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : twenty, twentieth;
  • : ανάγνωση
  • : to display the teeth;