咬
咬 ελληνικός ορισμός
yǎo
- δάγκωμα
yǎo
- δάγκωμα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 婹 : svelte; sylphlike;
- 杳 : dark and quiet; disappear;
- 眑 : sunken eyes; deep; abstruse;
- 窅 : sunken eyes; deep and hollow; remote and obscure; variant of 杳[yao3];
- 窈 : deep; quiet and elegant; variant of 杳[yao3];
- 窔 : dark; deep; southeast corner of room;
- 舀 : to ladle out; to scoop up;
- 蓔 : a variety of grass;
- 騕 : name of a fabulous horse;
- 鷕 : cry of hen pheasant;
Λέξεις που περιέχουν 咬, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
咬 (yǎo): δάγκωμα
-