嗈 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

嗈 ελληνικός ορισμός

yōng

  • to choke

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : επιτροπή
  • : fortified wall; city wall;
  • : to obstruct; to stop up; to heap soil around the roots of a plant;
  • : γιονγκ
  • : harmonious;
  • : lethargic;
  • : κρατήστε
  • : name of a river; sluice;
  • : carbuncle;
  • : Yong river (Guangxi); Nanning (Guangxi);
  • : large bell;
  • : harmony;
  • : Yong
  • : (literary) cooked food; breakfast;