壅 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

壅 ελληνικός ορισμός

yōng

  • to obstruct
  • to stop up
  • to heap soil around the roots of a plant

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά