嗦
嗦 ελληνικός ορισμός
suo
- φλύαρος
suo
- φλύαρος
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 嗦, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 哆嗦 (duō suo) : τρόμος