堧 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

堧 ελληνικός ορισμός

ruán

  • adjoin

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : land on water edge or under wall;
  • : to rub between the hands;