壌 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

壌 ελληνικός ορισμός

rǎng

  • Japanese variant of 壤

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : κραυγή
  • : εδαφος
  • : to push up one's sleeves; to reject or resist; to seize; to perturb; to steal;