攘 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

攘 ελληνικός ορισμός

rǎng

  • to push up one's sleeves
  • to reject or resist
  • to seize
  • to perturb
  • to steal

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά