壳
殼
壳 ελληνικός ορισμός
ké
- κέλυφος
ké
- κέλυφος
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 壳, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 贝壳 (bèi ké) : κέλυφος